εξυγραίνω

εξυγραίνω
ἐξυγραίνω (Α)
1. βρέχω, μουσκεύω
2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός
3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῑς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.)
4. παθ. ξεραίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεξυγραίνω — Α καθιστώ κάτι επίσης υγρό («ὁ χαλκὸς ὑπὸ τοῡ πεπυρωμένου χαλκοῡ ἀνατήκεται καὶ ῥεῑ συνεξυγραινόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξυγραίνω «βρέχω, μουσκεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”